φραμασόνος

φραμασόνος
ο
βλ. φαρμασόνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] …   Dictionary of Greek

  • μασόνος — ο 1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος 2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»] …   Dictionary of Greek

  • φαρμασόνος — ο, Ν βλ. φραμασόνος …   Dictionary of Greek

  • φραμασονία — και φαρμασονία, η, Ν [φραμασόνος] η μασονία, ο τεκτονισμός …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροτέκτονας — ο ο οπαδός του τεκτονισμού, ο μασόνος, ο φραμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμασόνος — φαρμασόνος, ο και φραμασόνος, ο θηλ. όνα (λ. ιταλ.) 1. ο μασόνος, ο ελεύθερος τέκτονας. 2. (με παρετυμολογία από το φαρμάκι) πικρόχολος, κακεντρεχής: Δεν ακούς καλή κουβέντα απ αυτόν είναι φαρμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”